commercialise
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | commercialise |
γ΄ ενικό ενεστώτα | commercialises |
αόριστος | commercialised |
παθητική μετοχή | commercialised |
ενεργητική μετοχή | commercialising |
Ρήμα
επεξεργασίαcommercialise (en)
ενεστώτας | commercialise |
γ΄ ενικό ενεστώτα | commercialises |
αόριστος | commercialised |
παθητική μετοχή | commercialised |
ενεργητική μετοχή | commercialising |
commercialise (en)