ενεστώτας come at
γ΄ ενικό ενεστώτα comes at
αόριστος came at
παθητική μετοχή come at
ενεργητική μετοχή coming at

  Ετυμολογία

επεξεργασία
come at < → δείτε τις λέξεις come και at

come at (en)

  • (χωρίς παθητική φωνή) έρχομαι καταπάνω κάποιου, προχωρώ προς κάποιον σαν να πρόκειται να του επιτεθώ
    ⮡  He came at me with a stick.
    Ήρθε καταπάνω μου με ένα ραβδί.