coing
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
coing | coings |
coing (fr) αρσενικό
Παλαιά γαλλικά (fro)
επεξεργασίαΕτυμολογία 1
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαcoing αρσενικό
- η γωνία
Συνώνυμα
επεξεργασίαΕτυμολογία 2
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαcoing αρσενικό