ενεστώτας close out
γ΄ ενικό ενεστώτα closes out
αόριστος closed out
παθητική μετοχή closed out
ενεργητική μετοχή closing out

  Ετυμολογία

επεξεργασία
close out < → δείτε τις λέξεις close και out

close out (en)

  • (μεταβατικό) κλείνω, τελειώνω κάτι
    ⮡  The band closed out the parade.
    Την παρέλαση την έκλεισε η μπάντα.