close in
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | close in |
γ΄ ενικό ενεστώτα | closes in |
αόριστος | closed in |
παθητική μετοχή | closed in |
ενεργητική μετοχή | closing in |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαclose in (en)
- κλείνω, αποκλείω, τοποθετώ εμπόδιο για να μην μπορεί κάποιος να φύγει
- ⮡ They closed me in and I can’t leave (for a parked car).
- Με έκλεισαν και δεν μπορώ να φύγω, (για παρκαρισμένο αυτοκίνητο).
- ⮡ They closed me in and I can’t leave (for a parked car).