cirkulero
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | cirkulero | cirkuleroj |
αιτιατική | cirkuleron | cirkulerojn |
cirkulero (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | cirkulero | cirkuleroj |
αιτιατική | cirkuleron | cirkulerojn |
cirkulero (eo)