Εσπεράντο (eo) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ciklono < ciklon + -o

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική ciklono ciklonoj
αιτιατική ciklonon ciklonojn

ciklono (eo)

nombro de mortintoj post ciklono plialtiĝas
ο αριθμός των νεκρών μετά τον κυκλώνα αυξάνεται