Αγγλικά (en) επεξεργασία

παραθετικά
θετικός choosy
συγκριτικός choosier
υπερθετικός choosiest

  Ετυμολογία επεξεργασία

choosy < choose + -y

  Επίθετο επεξεργασία

choosy (en)

  • (ανεπίσημο) εκλεκτικός, που προσέχει πολύ τι επιλέγει ώστε να του ταιριάζει
    She is very choosy about her food.
    Είναι πολύ εκλεκτική στο θέμα του φαγητού.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη fastidious

  Πηγές επεξεργασία