choosy
Αγγλικά (en) επεξεργασία
παραθετικά | |
θετικός | choosy |
συγκριτικός | choosier |
υπερθετικός | choosiest |
Ετυμολογία επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
choosy (en)
- (ανεπίσημο) εκλεκτικός, που προσέχει πολύ τι επιλέγει ώστε να του ταιριάζει
- ↪ She is very choosy about her food.
- Είναι πολύ εκλεκτική στο θέμα του φαγητού.
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη fastidious
- ↪ She is very choosy about her food.
Πηγές επεξεργασία
- choosy - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 270. ISBN 9780194325684., λήμμα: εκλεκτικός