Ετυμολογία

επεξεργασία
chirurgien < (κληρονομημένο) μέση γαλλική chirurgien. Μορφολογικάα αναλύεται σε chirurg(ie) + -ien

  Προφορά

επεξεργασία
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
chirurgien chirurgiens

chirurgien (fr) αρσενικό (θηλυκό chirurgienne)