Ετυμολογία

επεξεργασία
chiot < chiau < από το αρχαίο γαλλικό chael < από το λατινικό catellus

Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
chiot chiots

chiot (fr) αρσενικό

Δείτε επίσης

επεξεργασία