Ετυμολογία

επεξεργασία
→ δείτε τις λέξεις child και free

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /t͡ʃaɪldˈfɹiː/

  Επίθετο

επεξεργασία

child-free (en)

  1. που έχει αποφασίσει ότι δεν θα έχει παιδιά, που μένει άτεκνος από επιλογή
  2. (κυριολεκτικά) μέρος, τόπος, συνθήκες κ.λπ., χωρίς παιδιά

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία