chèvrerie
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
chèvrerie | chèvreries |
Ουσιαστικό επεξεργασία
chèvrerie (fr) θηλυκό
- κατάστημα που πουλά διάφορα προϊόντα με βάση το κατσικίσιο γάλα
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη chèvre
ενικός | πληθυντικός |
chèvrerie | chèvreries |
chèvrerie (fr) θηλυκό