ceramic
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαceramic (en) (χωρίς παραθετικά)
- κεραμικός
- ⮡ Who drank from my ceramic mug?
- Ποιος ήπιε από την κεραμική κούπα μου;
- ⮡ Who drank from my ceramic mug?
Ουσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
ceramic | ceramics |
ceramic (en)
- (συνήθως πληθυντικός) το κεραμικό, το αντικείμενο κατασκευασμένο από κεραμικό
- ⮡ the ceramics store - το κατάστημα κεραμικών
- (μη μετρήσιμο, ceramics) η κεραμική, η τέχνη
- ⮡ ancient Greek ceramics - αρχαία ελληνική κεραμική