Επίθετο

επεξεργασία

ceramic (en) (χωρίς παραθετικά)

  • κεραμικός
    ⮡  Who drank from my ceramic mug?
    Ποιος ήπιε από την κεραμική κούπα μου;

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
ceramic ceramics

ceramic (en)

  1. (συνήθως πληθυντικός) το κεραμικό, το αντικείμενο κατασκευασμένο από κεραμικό
    ⮡  the ceramics store - το κατάστημα κεραμικών
  2. (μη μετρήσιμο, ceramics) η κεραμική, η τέχνη
    ⮡  ancient Greek ceramics - αρχαία ελληνική κεραμική