centjaro
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | centjaro | centjaroj |
αιτιατική | centjaron | centjarojn |
centjaro (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | centjaro | centjaroj |
αιτιατική | centjaron | centjarojn |
centjaro (eo)