Ετυμολογία

επεξεργασία
celebret < λατινική celebret (« να εορτάζει »)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
celebret celebrets

celebret (fr) αρσενικό

Συγγενικά

επεξεργασία