Ετυμολογία

επεξεργασία
cegła < γερμανική Ziegel < παλαιογερμανική ziegal < λατινική tegula

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈt͡s̑ɛɡwa/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

cegła (pl) θηλυκό

  1. το τούβλο (οικοδομικό υλικό)
  2. (μεταφορικά) μεγάλο, βαρύ και ανιαρό βιβλίο

Συγγενικά

επεξεργασία