Γαλλικά (fr) επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
cassement cassements

  Ουσιαστικό επεξεργασία

cassement (fr) αρσενικό

  1. το σπάσιμο
  2. η ληστεία

Συγγενικά επεξεργασία

  • → δείτε τη λέξη casser