Ετυμολογία

επεξεργασία
carriera < υστερολατινική carraria < λατινική carrus & → δείτε την ετυμολογία στο καριέρα
ΑΠΟΓΟΝΟΙ: νέα ελληνικά: καριέρα

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
carriera carriere

carriera (it)