carriera
Ιταλικά (it)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- carriera < υστερολατινική carraria < λατινική carrus & → δείτε την ετυμολογία στο καριέρα
- ΑΠΟΓΟΝΟΙ: ↷ νέα ελληνικά: καριέρα
Ουσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
carriera | carriere |
carriera (it)
- η σταδιοδρομία, η καριέρα
Πηγές
επεξεργασία- carriera - Vocabolario Treccani online, Istituto della Enciclopedia Italiana (Istituto Treccani).