Ετυμολογία

επεξεργασία
carême-prenant → δείτε τις λέξεις carême και prenant

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
carême-prenant carême-prenants

carême-prenant (fr) αρσενικό

  1. γιορτή του mardi gras, καρναβάλι, Αποκριά
  2. μασκαρεμένος άνθρωπος, για το καρναβάλι