carême-prenant
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
carême-prenant | carême-prenants |
carême-prenant (fr) αρσενικό
- γιορτή του mardi gras, καρναβάλι, Αποκριά
- μασκαρεμένος άνθρωπος, για το καρναβάλι