capitation
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- capitation < δημώδης λατινική capitatio
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
capitation | capitations |
capitation (fr) θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
capitation | capitations |
capitation (fr) θηλυκό