ενικός πληθυντικός
camaïeu camaïeux
και camaïeus

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

camaïeu (fr) αρσενικό

  1. ημιπολύτιμος λίθος που έχει δύο αποχρώσεις ενός και του αυτού χρώματος
  2. ζωγραφική που χρησιμοποιεί ένα μόνο χρώμα αλλά με πολλές αποχρώσεις

Εκφράσεις

επεξεργασία