Caliper (παχύμετρο)
 
Bicycle caliper (δαγκάνα) brake
      ενικός         πληθυντικός  
caliper calipers

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈkælɪpɚ/ (ΗΠΑ)
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

caliper (en)

  1. (εργαλείο, συνήθως στον πληθυντικό) το παχύμετρο
  2. (μηχανολογία) η δαγκάνα του φρένου
    ⮡  bicycle caliper brake - δαγκάνα φρένου ποδηλάτου

Άλλες γραφές

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία
  • caliper στην αγγλική Βικιπαίδεια