cachottier
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | cachottier | cachottiers |
θηλυκό | cachottière | cachottières |
Ουσιαστικό επεξεργασία
cachottier (fr) αρσενικό
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | cachottier | cachottiers |
θηλυκό | cachottière | cachottières |
cachottier (fr) αρσενικό