Ετυμολογία

επεξεργασία
cache-poussière < cacher + poussière

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
ενικός πληθυντικός
cache-poussière cache-poussière
και cache-poussières

cache-poussière (fr) αρσενικό

  1. μακρύ αλλά ελαφρύ ένδυμα που φορούσαν άλλοτε οι οδηγοί αυτοκινήτων για να μην σκονίζονται
  2. (Βέλγιο) μπλούζα που φοράμε όταν κάνουμε βρόμικες εργασίες, για να μη λερώνουμε τα ρούχα μας