cabaretier
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ka.baʁ.tje/
Ουσιαστικό επεξεργασία
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | cabaretier | cabaretiers |
θηλυκό | cabaretière | cabaretières |
cabaretier (fr) αρσενικό
- (παρωχημένο) ο ιδιοκτήτης ενός καμπαρέ (cabaret)