Δείτε επίσης: buy to let

Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Επίθετο επεξεργασία

buy-to-let (en)

  • που άναφέρεται στο ουσιαστικό buy-to-let

  Ουσιαστικό επεξεργασία

buy-to-let (en)

  • αγοράζω με σκοπό να νοικιάσω (σε άλλον)

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία