busted
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαbusted (en)
- που πιάστηκε επ' αυτοφώρω
- (αργκό) χωρίς λεφτά, απένταρος, ταπί
- (αργκό) κουρασμένος, εξαντλημένος
- (αργκό) σπασμένος, χαλασμένος, που δεν λειτουργεί
Ρηματικός τύπος
επεξεργασίαbusted (en)