Επίθετο

επεξεργασία

busted (en)

  1. που πιάστηκε επ' αυτοφώρω
  2. (αργκό) χωρίς λεφτά, απένταρος, ταπί
  3. (αργκό) κουρασμένος, εξαντλημένος
  4. (αργκό) σπασμένος, χαλασμένος, που δεν λειτουργεί

  Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

busted (en)