burokrataro
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | burokrataro | burokrataroj |
αιτιατική | burokrataron | burokratarojn |
burokrataro (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | burokrataro | burokrataroj |
αιτιατική | burokrataron | burokratarojn |
burokrataro (eo)