buljono
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | buljono | buljonoj |
αιτιατική | buljonon | buljonojn |
buljono (eo)
- ο ζωμός
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | buljono | buljonoj |
αιτιατική | buljonon | buljonojn |
buljono (eo)