buldozo
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- buldozo < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | buldozo | buldozoj |
αιτιατική | buldozon | buldozojn |
buldozo (eo)
- το μπουλντόζερ
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | buldozo | buldozoj |
αιτιατική | buldozon | buldozojn |
buldozo (eo)