bukedo
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | bukedo | bukedoj |
αιτιατική | bukedon | bukedojn |
bukedo (eo)
- το μπουκέτο
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | bukedo | bukedoj |
αιτιατική | bukedon | bukedojn |
bukedo (eo)