buĝeto
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | buĝeto | buĝetoj |
αιτιατική | buĝeton | buĝetojn |
buĝeto (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | buĝeto | buĝetoj |
αιτιατική | buĝeton | buĝetojn |
buĝeto (eo)