Γαλλικά (fr) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

brunâtre < brun + -âtre

  Επίθετο επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
brunâtre brunâtres

brunâtre (fr) αρσενικό ή θηλυκό