bronkito
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | bronkito | bronkitoj |
αιτιατική | bronkiton | bronkitojn |
bronkito (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | bronkito | bronkitoj |
αιτιατική | bronkiton | bronkitojn |
bronkito (eo)