Αγγλικά (en) επεξεργασία

ενεστώτας break with
γ΄ ενικό ενεστώτα breaks with
αόριστος broke with
παθητική μετοχή broken with
ενεργητική μετοχή breaking with

  Ετυμολογία επεξεργασία

→ δείτε τις λέξεις break και with

  Ρήμα επεξεργασία

break with (en)

  • συνειδητά παύω καθιερωμένη νόρμα