branko
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- branko < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | branko | brankoj |
αιτιατική | brankon | brankojn |
branko (eo)
- το βράγχιο
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | branko | brankoj |
αιτιατική | brankon | brankojn |
branko (eo)