brando
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | brando | brandoj |
αιτιατική | brandon | brandojn |
brando (eo)
- το μπράντυ (ποτό)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | brando | brandoj |
αιτιατική | brandon | brandojn |
brando (eo)