branch out
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | branch out |
γ΄ ενικό ενεστώτα | branches out |
αόριστος | branched out |
παθητική μετοχή | branched out |
ενεργητική μετοχή | branching out |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαbranch out (en)
- απλώνομαι, αρχίζω να κάνω μια δραστηριότητα που δεν έχω κάνει ποτέ, ειδικά στη δουλειά ή την επιχείρησή μου