diversify
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | diversify |
γ΄ ενικό ενεστώτα | diversifies |
αόριστος | diversified |
παθητική μετοχή | diversified |
ενεργητική μετοχή | diversifying |
Ρήμα
επεξεργασίαdiversify (en)
- (μεταβατικό και αμετάβατο) απλώνομαι, ειδικά για μια επιχείρηση ή εταιρεία, αναπτύσσω ένα ευρύτερο φάσμα προϊόντων, ενδιαφερόντων, ικανοτήτων κτλ. για να είμαι πιο επιτυχημένος ή να μειώσω τον κίνδυνο
- ⮡ Last year they diversified into the insurance business and the car trade.
- Απλώθηκαν πέρυσι στις ασφάλειες και στην εμπορία αυτοκινήτων.
- ≈ συνώνυμα: branch out
- ⮡ Last year they diversified into the insurance business and the car trade.