branĉaro
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | branĉaro | branĉaroj |
αιτιατική | branĉaron | branĉarojn |
branĉaro (eo)
- το σύνολο των κλαδιών
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | branĉaro | branĉaroj |
αιτιατική | branĉaron | branĉarojn |
branĉaro (eo)