bramano
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- bramano < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | bramano | bramanoj |
αιτιατική | bramanon | bramanojn |
bramano (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | bramano | bramanoj |
αιτιατική | bramanon | bramanojn |
bramano (eo)