ενικός         πληθυντικός  
box office box offices

  Ετυμολογία

επεξεργασία
box office < → δείτε τις λέξεις box και office • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Πολυλεκτικός όρος

επεξεργασία

box office (en)

  1. (μετρήσιμο) το ταμείο, το μέρος που πωλούνται εισιτήρια για το θέατρο ή τον κινηματογράφο
  2. (μη μετρήσιμο) οι συνολικές εισπράξεις για θεατρικό έργο η κινηματογραφική ταινία
    ⮡  This film will break all the box office records.
    Αυτο το φιλμ θα σπάσει όλα τα ρεκόρ εισπράξεων.
    ⮡  His new play is a big box office success.
    Το καινούριο του θεατρικό έργο κάνει τρελές εισπράξεις (= έχει μεγάλη εισπρακτική επιτυχία).