bowrider
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
bowrider | bowriders |
Ετυμολογία
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία

bowrider (en)
- (ναυτικός όρος) τύπος μικρού ταχύπλοου σκάφους, του οποίου το μπροστινό μέρος διαθέτει χώρο για να κάθονται επιβάτες