bougonnement
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
bougonnement | bougonnements |
Ουσιαστικό επεξεργασία
bougonnement (fr) αρσενικό
- η γκρίνια, το μουρμουρητό, το παράπονο
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη bougonner
ενικός | πληθυντικός |
bougonnement | bougonnements |
bougonnement (fr) αρσενικό