Γαλλικά (fr) επεξεργασία

γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό bonimenteur bonimenteurs
θηλυκό bonimenteuse bonimenteuses

  Ουσιαστικό επεξεργασία

bonimenteur (fr)

  • αυτός που διαλαλεί κάτι, που προσπαθεί να πείσει ή να εξαπατήσει

Συγγενικά επεξεργασία

  • → δείτε τη λέξη boniment