ενικός         πληθυντικός  
boniment boniments

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

boniment (fr) αρσενικό

  1. τα λόγια που λένε οι πλανόδιοι έμποροι για να διαλαλούν την πραμάτειά τους
  2. (οικείο) οποιαδήποτε λόγια που αποσκοπούν στην εξαπάτηση κάποιου

Συγγενικά

επεξεργασία