bombazino
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | bombazino | bombazinoj |
αιτιατική | bombazinon | bombazinojn |
bombazino (eo)
- το δίμιτο
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | bombazino | bombazinoj |
αιτιατική | bombazinon | bombazinojn |
bombazino (eo)