bojkoto
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | bojkoto | bojkotoj |
αιτιατική | bojkoton | bojkotojn |
bojkoto (eo)
- το μποϊκοτάζ
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | bojkoto | bojkotoj |
αιτιατική | bojkoton | bojkotojn |
bojkoto (eo)