boastful
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | boastful |
συγκριτικός | more boastful |
υπερθετικός | most boastful |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαboastful (en)
παραθετικά | |
θετικός | boastful |
συγκριτικός | more boastful |
υπερθετικός | most boastful |
boastful (en)