bloko
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | bloko | blokoj |
αιτιατική | blokon | blokojn |
bloko (eo)
- το μπλοκ
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | bloko | blokoj |
αιτιατική | blokon | blokojn |
bloko (eo)